- μονοσίλλη
- μονο-σίλλη· ὁ ἐν ταῖς ὑάσι λαμπρὸς ἀστήρ, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μονοσίλλη — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐν ταῑς ὑάσι λαμπρὸς ἀστήρ» … Dictionary of Greek